- ὑπεραναγάγῃ
- ὑπέρ-ἀνάγωlead upaor subj mp 2nd sgὑπέρ-ἀνάγωlead upaor subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερανάγω — ΜΑ [ἀνάγω] ανυψώνω κάποιον πιο ψηλά από κάτι («ἂν μή τις ἑαυτὸν τῆς συνηθείας ὑπεραναγάγῃ τῆς κοινῆς», Ιωάνν. Χρυσ.) … Dictionary of Greek